- θεωρούμενον
- θεωρέωto be apres part mp masc acc sg (attic epic doric)θεωρέωto be apres part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θετικός — ή, ό (ΑΜ θετικός, ή, όν) 1. βεβαιωτικός, καταφατικός («θετική απάντηση») 2. το ουδ. ως ουσ. το θετικό(ν) ο πρώτος βαθμός τών επιθέτων και τών επιρρημάτων από τον οποίο σχηματίζονται ο συγκριτικός και ο υπερθετικός 3. φρ. γραμμ. «θετικός βαθμός»… … Dictionary of Greek
παρυπόστασις — άσεως, ή ΜΑ [υπόστασις] πραγματικότητα που συνυπάρχει με κάποιαν άλλη, ενότητα («οὐδὲν γάρ ἐστι τὸ συμβεβηκὸς καὶ μὴ καθ ἑαυτὸ θεωρούμενον χωρὶς τῆς ἐν ὑποκειμένῳ παρυποστάσεως», Γρηγ. Νύσ.) μσν. αρχ. εξαρτημένη υπόσταση, αυτή που υπάρχει επειδή… … Dictionary of Greek
ИОАНН КАНТАКУЗИН — [греч. ᾿Ιωάννης Καντακουζηνός] (ок. 1295 15.06.1383, Мистра, Пелопоннес), в монашестве Иоасаф (с 4 или 10 дек. 1354), византийский император (Иоанн VI Кантакузин; 26 окт. 1341 4 или 10 дек. 1354), гос. деятель, богослов, писатель (лит. псевдоним… … Православная энциклопедия